καταπιέζομαι

καταπιέζομαι
καταπιέζομαι, καταπιέστηκα, καταπιεσμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταπιέζομαι — κατά πιέζω Ep.. pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασπουδάζομαι — (AM) φροντίζω, ενδιαφέρομαι σοβαρά για κάτι αρχ. 1. καταγίνομαι σε σπουδαία έργα, είμαι σπουδαίος, σοβαρός 2. παθ. α) ταράζομαι β) καταπιέζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σπουδάζομαι «φροντίζω σοβαρά»] …   Dictionary of Greek

  • καταχθώ — καταχθῶ, έω (Α) 1. λυπώ, θλίβω 2. παθ. καταχθοῡμαι, έομαι α) υποτάσσομαι β) καταπιέζομαι, καταδυναστεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀχθῶ «φορτώνω» (< ἄχθος «βάρος, λύπη»)] …   Dictionary of Greek

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

  • πιλώ — (I) έω, Α [πίλος] 1. κατασκευάζω πίλημα («τὸν πιληθέντα δι εὐξάντου τριχὸς ἀμνοῡ... πέτασον», Ανθ. Παλ.) 2. συμπιέζω, συμπυκνώνω (α. «διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον», Αριστοτ. β. «σελήνην νέφος εἶναι πεπιλημένον», Πλούτ.) 3. καθιστώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”